- επικινδυνώδης
- ἐπικινδυνώδης, -ες (AM)1. ο επικίνδυνος, αυτός που ενέχει κίνδυνο, που μπορεί να επιφέρει κακά αποτελέσματα2. αυτός από τον οποίο διατρέχει κίνδυνο η ίδια η ζωή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπικινδυνώδη — ἐπικινδυνώδης neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐπικινδυνώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐπικινδυνώδης masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικινδυνώδεις — ἐπικινδυνώδης masc/fem acc pl ἐπικινδυνώδης masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)